δυσήλιος

δυσήλιος
δυσήλιος, -ον (Α)
1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει ήλιο, ο ανήλιαγος
2. (για εποχή) αυτός που έχει υπερβολικό ήλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δυσήλιον — δυσήλιος ill sunned masc/fem acc sg δυσήλιος ill sunned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσηλίους — δυσήλιος ill sunned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσηλίῳ — δυσήλιος ill sunned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσήλιοι — δυσήλιος ill sunned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσάλιον — δυσά̱λιον , δυσήλιος ill sunned masc/fem acc sg (doric) δυσά̱λιον , δυσήλιος ill sunned neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • δυσάλιος — δυσάλιος, ον (Α) 1. δυσήλιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσάλιον τρικυμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”